- ἄστρασι
- ἀστήρstarmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστράσι — ἀστήρ star masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… … Dictionary of Greek
ευστέφανος — εὐστέφανος, ον (ΑΜ) (A και ἐϋστέφανος, ον ο στολισμένος ωραία με στεφάνι, ο καλά στεφανωμένος (α. «ἐϋστέφανοι θεῶν θυσίαι», Αριστοφ. β. «οὐρανὸν εὐστέφανον τοῑς ἄστρασι γενέσθαι», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. (ως επίθ. θεών, όπως τής Αρτέμιδος, τής… … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek